- γερονταγωγῶ
- γερονταγωγέωguide an old manpres subj act 1st sg (attic epic doric)γερονταγωγέωguide an old manpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γερονταγωγώ — γερονταγωγῶ ( έω) (Α) 1. οδηγώ γέροντα, τον βοηθώ να βαδίσει 2. ειρων. διαπαιδαγωγώ, εκπαιδεύω κάποιον που βρίσκεται σε γεροντική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέρων ( οντος) + αγωγώ < αγωγός] … Dictionary of Greek
γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek